- ταχυμετρικός
- -ή, -ό, Ν [ταχυμετρία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταχυμετρία2. αυτός που εκτελείται με ταχύμετρο («ταχυμετρική εργασία»).επίρρ...ταχυμετρικώς και ταχυμετρικά Νκατά τρόπο ταχυμετρικό, με ταχυμετρία.
Dictionary of Greek. 2013.